Πουλιά, τα οποία κελαηδούν, ρυάκια, τα οποία ξεπηδούν, τριαντάφυλλα, τα οποία μοσχοβολούν στο περιβάλλον, λουλούδια σκυλάκια, τα οποία φωνάζουν… στάσου, καλή μου σκιά, όμορφη ψευδαίσθηση της ημέρας, μιας και έχει φθάσει η νύχτα.
Νύχτα γλυκιά, σπαρμένη με αστέρια, επέτρεψε να σου προσφέρω την φτωχική όαση, του παλιού άλσους της πονεμένης μου καρδιάς. Είναι Δεκέμβριος, αλλά με το ρομαντικό σου τραγούδι, θα φανούν τα τριαντάφυλλα του Μάη.
Θα ήθελα να προφητέψω. Τί φωνή είναι εκείνη, η οποία αρνείται πάντα τα μάταια πράγματα, τα οποία απορρίπτει και τα απαρνιέται με ένα ΟΧΙ, το οποίο δεν είναι μίσος και το οποίο υπόσχεται πολλά Ναι.
Νύχτα θεϊκή, εδώ είμαι. Τελικά, πάλι μόνος με τον εαυτό μου, ακούγοντας, στις φωνές του Ησαΐα, την υπαινικτική κραυγή σου, να με ονομάζει.
Νύχτα μαγική, Ουρανία, ζωή μου. Για σένα, το να είναι κανείς άρρωστος, είναι το να είναι υγιής. Τίποτα, δεν είναι για σένα, όλα τα παραμύθια, τα οποία, στην απόμακρη βρεφική ηλικία, διασκεδάζουν μέχρι θανάτου, επειδή μοσχοβολάς γλυκύτερα από το άρωμα μαγεμένων ονειρικών κήπων, και επειδή είσαι πιο διάφανη, καλή μου, και από διάφανο κρυστάλλινο ανάκτορο.
Με γόνιμη θέρμη, χωρίς κάποιο ατύχημα, με απλή ευλάβεια, διέσχισα τις οδούς της πρωτεύουσας του Μεξικού.
Πόλη, η οποία διασχίζεται τα μεσάνυχτα, μέσα σε άφατα κρύσταλλα, καθαρά από κάθε ομίχλη.
Ποιος, φωνάζοντας το όνομα μου, διατρέχει την κατοικία;
Ποιος με καλεί μέσα στην νύχτα, με έναν τόσο γλυκύ τόνο;
Είναι μία πνοή ανέμου, που σιγοκλαίει στον πύργο, μια γλυκιά σκέψη.
Και ανέβηκα, στον παλιό πύργο του Μητροπολιτικού Καθεδρικού, τραγουδώντας το ποίημα μου, με την φωνή της σιωπής.
Χάθηκαν τα συννεφάκια στις κορυφές των βουνών. Από γαίες, οι οποίες έχουν υποστεί τρομερούς κλονισμούς, από κρατήρες και εκρήξεις ηφαιστείων, και λάβες, ξεπήδησαν, ως διά μαγείας, για να ευφραίνουν τα μάτια, το ΙΖΤΑΤΣΙΧΟΥΑΤΛ και το ΠΟΠΟΚΑΤΕΠΕΤΛ, τα δύο θρυλικά ηφαίστεια, τα οποία σαν χιλιόχρονοι φύλακες, συνοδεύουν την κοιλάδα του ΜΕΞΙΚΟΥ.
Και πολύ πέρα από τα μακρινά βουνά, είδα κόσμους και περιοχές άρρητες, τις οποίες αδυνατώ να περιγράψω με λόγια.
Κοίταξε, αυτό, το οποίο σε περιμένει!, μου είπε μία ευγενική φωνή, η οποία έδινε μουσική στο άνεμο.
Τραγούδι, το οποίο κανείς δεν άκουγε και το οποίο ηχούσε και αντηχούσε, από οπουδήποτε και αν πήγαινα, και στου οποίου τις νότες, μου φαινόταν ότι άκουγα την ίδια μου την φωνή.
Και, καθώς κατέβαινα από τον πύργο, κάποιος με ακολουθούσε. Ήταν ένας Τσέλα (Μαθητής). Η χαρά μου ήταν μεγάλη, αισθανόμουν μεθυσμένος, από μία εξαίσια πνευματική ηδυπάθεια. Το σώμα μου, δεν ζύγιζε τίποτα. Μετακινιόμουν με ΑΣΤΡΙΚΗ μορφή. Το φυσικό μου όχημα, το είχα εγκαταλείψει.
Βρισκόμουν ήδη, στον πρόναο του παλιού Καθεδρικού, στα θεμέλια των παμπάλαιων τειχών, τα οποία είχαν γίνει βουβοί μάρτυρες τόσων έριδων, θρήνων, προκλήσεων, στο πέρασμα τόσων αιώνων, και είδα μία πολύχρωμη και γραφική συγκέντρωση ανδρών και γυναικών, παιδιών και γερόντων, τα οποία, εδώ, εκεί και παντού, πουλούσαν τα εμπορεύματα τους.
Και, καθισμένος σαν ένας ανατολίτης ΓΙΟΓΚΙ, κοντά στο τείχος και κάτω από τον γέρικο πύργο, σε μία γωνιά του παλιού καθεδρικού, ένας γέρος Αζτέκος, αδιευκρίνιστης ηλικίας, διαλογιζόταν.
Οποιοσδήποτε κοιμισμένος, θα μπορούσε να τον είχε μπερδέψει εύκολα, σαν έναν ακόμη έμπορο. Εμπρός του, και στην κρύα πέτρα του δαπέδου, ο αξιοσέβαστος είχε ένα μυστηριώδες αντικείμενο, ένα ιερό αζτέκικο λείψανο.
Ταπεινωμένος, σαστισμένος και μπερδεμένος, μπροστά σε αυτόν τον σεβάσμιο Άγιο Ιθαγενή, έπρεπε να προσκυνήσω ευλαβικά. Ο γέροντας με ευλόγησε.
Ο ΤΣΕΛΑ (ΜΑΘΗΤΗΣ) μου, ο οποίος ακολουθούσε τα βήματα μου, φαινόταν σαν υπνοβάτης, η συνείδηση του κοιμόταν βαθειά και ονειρευόταν...
Ξαφνικά, κάτι συμβαίνει. Σκύβει σαν για να αρπάξει κάτι, και, χωρίς τον παραμικρό σεβασμό, πιάνει το ανέγγιχτο λείψανο. Το περιεργάζεται στα χέρια του, με άπειρη περιέργεια, και εγώ, έχω μείνει ειλικρινά τρομοκρατημένος, εμπρός σε αυτό το γεγονός.
Αυτό, μου φάνηκε φοβερό και αναφώνησα: “Μα, τί είναι αυτό, το οποίο κάνετε; Διαπράττετε μία μεγάλη Ιεροσυλία. Για όνομα του Θεού. Φύγετε από εδώ. Αφήστε αυτό το λείψανο στο μέρος του.
Όμως, ο Δάσκαλος γεμάτος με άπειρη συμπόνια απάντησε: «Δεν είναι δικό του το φταίξιμο. Είναι κοιμισμένος».
Έπειτα, σαν κάθε οδοιπόρος του δρόμου, ο οποίος θέλει να βάλει στην θλιμμένη καρδιά ένα πολύτιμο βάλσαμο, αδράχνει το κεφάλι του κοιμισμένου νεόφυτου, και φυσάει στο πρόσωπο του το ζωντανό ΦΟΧΑΤ, με σκοπό να τον αφυπνίσει. Αλλά, όλα αποδεικνύονται άχρηστα. Ο ΤΣΕΛΑ, συνεχίζει κοιμισμένος, να ονειρεύεται.
Γεμάτος από βαθειά πίκρα, είπα: «Και πόσο πολύ, έχω παλέψει εγώ, εκεί, στον φυσικό κόσμο, για να μπορέσουν αυτοί να αφυπνίσουν ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ, και ωστόσο, ακόμη, συνεχίζουν κοιμισμένοι».
Ο Τσέλα είχε λάβει ένα γιγαντιαίο σχήμα. Το ΠΟΛΛΑΠΛΟ ΕΓΩ (ΣΥΝΟΛΟ διαφόρων, διαφορετικών οντοτήτων) ανακατεμένο μέσα, στα ΣΕΛΗΝΙΑΚΑ του ΣΩΜΑΤΑ, του έδινε εκείνη την όψη.
Κατέληγε περίεργο, το να βλέπεις εκείνον τον ασυνήθιστο γίγαντα, γκρίζου χρώματος, να περπατάει αργά, σαν ένας υπνοβάτης, στο παμπάλαιο προαύλιο του γηραιού Καθεδρικού, να απομακρύνεται από εμάς, με κατεύθυνση προς το σπίτι, όπου κοιμόταν το φυσικό του σώμα. Σε εκείνες τις στιγμές, δεν μπορούσα παρά να αναφωνήσω, λέγοντας: «Πόσο άσχημα Σεληνιακά σώματα!». Όμως ο σεβάσμιος γέροντας, εμπνευσμένος από συμπόνια, μου απάντησε: «Στον Ναό, όπου πρόκειται να εισέλθεις τώρα, (ΕΝΑΣ ΝΑΟΣ ΧΙΝΑΣ, ένα Αζτέκικο Ιερό), υπάρχουν πολλοί όπως αυτός. Κοίταζέ τους, με συμπάθεια». «Είναι βέβαιο, ότι θα τους βλέπω με συμπάθεια», απάντησα.
Α.Δ. Samael Aun Weor (απόσπασμα από «Η Μαγεία των Ρουνών»)